Παντελής Ευθυμίου 1923- 1996: Το ρόδο της Ρόδου…



 ‘’ Καθαρόαιμη κόρη του Ήλιου, η πατρίδα μου’’

Ένας σύντομος πρόλογος

Η ενασχόληση με την λογοτεχνία πολλές φορές, εκτός από όμορφη, σε κάνει να ταξιδεύεις σε κόσμους που ούτε καν τους φανταζόσουν. Το να ερευνάς και να προωθείς την λογοτεχνία δεν αφορά μόνο το να παρουσιάζεις ήδη γνωστά έργα μεγάλων Ελλήνων και ξένων λογοτεχνών ή ακόμα και να δίνεις την δυνατότητα σε νέους λογοτέχνες να δημοσιεύσουν τα έργα τους. Εκτός από αυτή την μορφή ενασχόλησης με την λογοτεχνία που αφορά κυρίως την συντήρηση της υπάρχει και η ενασχόληση που αφορά την αναγέννηση και έρευνα κάποιων λογοτεχνών που για κάποιους λόγους δεν έγιναν και τόσο γνωστοί στο ευρύτερο κοινό.
Το ταξίδι λοιπόν αυτής της έρευνας ξεκινάει τώρα με έναν ποιητή του οποίου το όνομα θεωρούμε πως θα έπρεπε να υπήρχε δίπλα στα μεγάλα ονόματα των Ελλήνων λογοτεχνών όπως του Ελύτη, Σεφέρη, Καβάφη κ.α. Ο λόγος για τον Παντελή Ευθυμίου, ένας ποιητής που μέσω των ποιημάτων του ύμνησε την αγάπη, την φύση του τόπου καταγωγής του αφήνοντας έτσι πίσω του μεγάλο λογοτεχνικό έργο. Ας τον Γνωρίσουμε λοιπόν.

Παντελής Ευθυμίου 1923- 1996

Ο Παντελής Ευθυμίου γεννήθηκε στις 28 Αυγούστου 1923 στο χωριό Γεννάδι της Ρόδου όμως ως χρονολογία γέννησης του δηλώθηκε το 1922. Γόνος αρχοντικής οικογένειας, ο πατέρας Μανώλης Ευθυμίου ήταν γιατρός της περιφέρειας ενώ η μητέρα του Δέσποινα Μαστροσάββα ήταν κόρη εμπόρου από τα Σιάννα (χωριό της Ρόδου). Οι γονείς του χώρισαν κι έτσι ο ποιητής απέκτησε δύο ετεροθαλείς αδελφές τη Μαρία, από τον πατέρα του, η οποία πέθανε στα 6 χρόνια της και την Νίνα από την μητέρα του η οποία παντρεύτηκε στην Αγγλία αλλά επίσης πέθανε σε νεαρή ηλικία.  
Ο πατέρας του ποιητή, Μανώλης Ευθυμίου, το 1913 ήταν μέλος της επαναστατικής επιτροπής Γενναδίου που αφορούσε την ένωση της Ρόδου με την υπόλοιπη Ελλάδα. Το 1913 ήταν μια εποχή που ερέθισε τον ίδιο τον Παντελή Ευθυμίου να την ερευνήσει με αποτέλεσμα να γράψει ένα κείμενο με τίτλο ‘’ Μια φωνή από το 1913’’...
 

Το 1930 ο Παντελής γράφεται στο δημοτικό σχολείο στα Σιάννα, στο χωριό δηλαδή της μητέρας του, όπου και φοίτησε 3 χρόνια. Το 1933 όντας 10 χρόνων και σύμφωνα με νόμο που υπήρχε εκείνη την εποχή ο ποιητής πηγαίνει στο Γεννάδι με τον πατέρα του και γράφεται στο δημοτικό σχολείο Γενναδίου...
3 χρόνια αργότερα πηγαίνει στην πόλη της Ρόδο για να φοιτήσει στο γυμνάσιο. Όμως η περίοδος εκείνη για την εκπαίδευση στα Δωδ/νησα ήταν δύσκολη. Η Ιταλική κατοχή δεν επιτρέπει την διδασκαλία της Ελληνικής ιστορίας και γεωγραφίας  και το σύστημα διδασκαλίας έχει άμεση εξάρτηση από το υπουργείο παιδείας της Ιταλίας. Γι’ αυτούς τους λόγους ο Παντελής Ευθυμίου φεύγει για τον Πειραιά όπου εγκαθίσταται στην Κοκκινιά και γράφεται στο σχολείο της Νίκαιας. Ο Ελληνοιταλικός πόλεμος τον βρίσκει στην Αθήνα. Όταν πήρε το απολυτήριο γυμνασίου γράφτηκε στην νομική σχολή ύστερα από απαίτηση του πατέρα του καθώς ο ίδιος ήθελε την φιλοσοφική ή την ιατρική. Στη σχολή γνώρισε μεγάλες προσωπικότητες, και συνδέθηκε μαζί τους φιλικά, όπως ο Δημήτρης Παπαδίτσας, Παναγιώτης Τσουκάκος, Γιώτης Γραμματικόπουλος, Σίμος Μαυρομαράς και Κώστας Μαγουλάς.  Οι συνθήκες όμως της εποχής δεν του επέτρεψαν να τελειώσει τις σπουδές του.
Στην πολεμική περίοδο, η επαναστατική δράση του ποιητή είχε σαν αποτέλεσμα την σύλληψη του στις 17 Αυγούστου του ’44 από τους Γερμανούς από τους οποίους οδηγήθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Χαϊδαρίου.   
Το γεγονός αυτό στάθηκε ορόσημο για τον ποιητή καθώς η κατοχή και η επανάσταση περνάνε σε στίχους ποιημάτων του.
Στα 23 του χρόνια επιστρέφει στη Ρόδο όπου εργάζεται για λίγο ως προϊστάμενος στο κρατικό τυπογραφείο. Επιστρέφει στο χωριό του και εργάζεται στο ελαιοτριβείο του πατέρα του. Λίγο αργότερα διευθύνει το εργοστάσιο κεραμουργείας  που υπάρχει στο χωριό από το οποίο επίσης φεύγει καθώς δεν μπορεί να πιέζει του εργάτες να δουλεύουν διαρκώς και σκληρότερα.  
Στις 5 Σεπτεμβρίου του ‘48 παντρεύεται την Πολυξένη Κωνσταντινίδη με την οποία θα αποκτήσουν 2 κόρες. Η γυναίκα του έγινε και μούσα του σε πολλά ποιήματα του.
Το 1959 εκλέγεται πρόεδρος της κοινότητας Γενναδίου εως και το 1964.
Στην περίοδο της χούντας και συγκεκριμένα στις 15 Μαΐου του 1967 λαμβάνει χώρα ένα περιστατικό που θα σταθεί αφορμή για τη δημιουργία ενός έργου του Παντελή Ευθυμίου. Ο Νικηφόρος Μανδηλαράς δικηγόρος, πολιτικός και δημοσιογράφος για να αποφύγει τη σύλληψη του από τους συνταγματάρχες μπαίνει στο καράβι ‘’ Ρίτα Β’’ για την Κύπρο, μια εβδομάδα αργότερα οι λιμενικοί βρίσκουν στις ακτές του Γενναδίου το πνιγμένο σώμα του.
Εδώ θα πρέπει να γίνει μια παρένθεση ώστε να παρουσιάσουμε μερικές εικασίες που υπάρχουν για τον θάνατο του Νικηφόρου Μανδηλαρά.  Λέγεται πως ο καπετάνιος του πλοίου στο οποίο επιβιβάστηκε ο Μανδηλαράς, Πέτρος Πόταγας, έριξε στη θάλασσα με σωσίβιο τον Μανδηλαρά, όταν το πλοίο βρισκόταν κοντά στις ακτές του Γενναδίου, ώστε να κολυμπήσει και να αποφύγει τη σύλληψη. Πηδώντας από το πλοίο ο Μανδηλαράς χτύπησε στο κεφάλι και πνιγμένος βρέθηκε στην παραλία του χωριού. Μια άλλη άποψη λέει πως ο Μανδηλαράς κολύμπησε ως την ακτή όπου συνελήφθη  από λιμενικούς και δολοφονήθηκε. Φωτογραφίες του πτώματος Μανδηλαρά έδειχναν πως ήταν χτυπημένος στο κεφάλι και είχε μια τρύπα στο στήθος, επίσης από το αυτί έτρεχε αίμα γεγονός που σημαίνει ότι αν είχε πνιγεί νωρίτερα δεν θα μπορούσε να υπάρχει ροή αίματος. Πάντως ο καπετάνιος του πλοίου σε δικαστήριο καταδικάστηκε σε 12 μήνες φυλάκισης για φόνο εξ αμελείας και όταν αποφυλακίστηκε έφυγε οικογενειακώς στην Ν. Αφρική όπου σκοτώθηκε σε τροχαίο ατύχημα.
Η παραπάνω παρένθεση έγινε  ώστε να δείξουμε πόσο σημαντικός ήταν ο θάνατος του Νικηφόρου Μανδηλαρά και κατά πόσο θα μπορούσε να επηρεάσει το έργο του Παντελή Ευθυμίου. Πράγματι ο Γενναδενός ποιητής δημιούργησε έργο με τίτλο ‘’ Το στεφάνι της θάλασσας’’ αφιερωμένο στον Μανδηλαρά. Για την ιστορία να πούμε ότι ο πολιτιστικός σύλλογος του χωριού ακόμα και σήμερα φέρει τιμητικά το όνομα ‘’ Νικηφόρος Μανδηλαράς’’. Ακολουθεί απόσπασμα από το έργο.

Το στεφάνι της Θάλασσας

Ήταν μια ηλεκτρισμένη ροδίτικη νύχτα που οι χτύποι της καρδιάς γρήγοροι, χωρίς, έλεγχο, έκαμναν τα κορμιά να τρέμουν, τα μάτια να καίνε, το μυαλό να πετά. Κι οι χίλιοι μύριοι άνθρωποι, και στο φως της μέρας και κάτω από τις θαμπές αχτίνες του φεγγαριού, έψαχναν να βρουν έναν ελεύθερο, και τον ήθελαν ζωντανό, αν κρυμμένο σε θρουμπί να τον καλύψουν μ’ άλλα θρουμπιά, αν νηστικό να του ρίξουν ψωμί, αν διψασμένο ένα παγούρι νερό.
Κι ο ελεύθερος θαλασσομάχοταν να πατήσει στεριά.
Κι όταν το σώμα βρέθηκε άψυχο, χίλια μύρια σώματα άδειασαν το αίμα τους και με μυαλό σκοτισμένο, με τα μάτια απλανή προς το βράχο της Αντράκας, πάλευαν να βρουν πως πέθανε, τι είπε, τι σκέφτηκε σαν βρέθηκε, καρυδότσουφλο στη φουρτούνα.
Ο ουρανός τράβηξε, με αργή τελετουργική κίνηση τις κουρτίνες των παραθυριών του, αποστρέφοντας το πρόσωπο από την θάλασσα.

Τα σπίτια

Πάνω στο λόφο,
τα σπίτια με την πατελιά και την καμάρα
και τ’ άλλα, τα τετράγωνα, μ το κεραμίδι,
τα χωρισμένα σε καμάρες,
Τ’ αρχοντικά,
αφήνουν τα παράθυρα ανοιχτά
στον κυνηγημένο.
Τα γκρεμισμένα ανασυντάσσονται.
Ψηλώνουν το κορμί,
ζυγίζονται στ’ αλφάδι της πέτρας
της αμίλητης
της γραικιάς
της αλύγιστης.
Κι’ οι θόλοι τουρανού γιομίζουν
με τις στοιχειωμένες φωνές,
που φεύγουν στην εκπνοή
από τα βαθειά θεμέλια
της ελευθερίας. 
-----------------------------------------------------
Το 1972 δημοσιεύεται στα Δωδεκανησιακά χρονικά το κείμενο που ήδη προαναφέραμε ‘’ Μια φωνή από το 1913’’ του Παντελή Ευθυμίου. Το πεζό αυτό έργο ο ίδιος ο ποιητής το χαρακτηρίζει ως ιστόρημα και λέει πως στηρίζεται σε ιδιόχειρες σημειώσεις του πατέρα του αλλά και σε στοιχεία που του παραθέτει ο δάσκαλος Κωνσταντίνος Κώστας. Στο κείμενο αυτό φαίνεται η ικανότητα του ποιητή στην σύνθεση ενός πεζογραφήματος ενώ ταυτόχρονα μας διδάσκει και καινούριους ορισμούς για έννοιες άμεσα συνδεμένες με τον Έλληνα, όπως η λέξη ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.
‘’ Η λευτεριά είναι λευτεριά από τη στιγμή που θα την γυρέψεις. Από τη στιγμή που αποφάσισες να την κερδίσεις με αγώνα’’
Το 1975 εκλέγεται για δεύτερη φορά πρόεδρος της κοινότητας εως και το 1982. Θα πρέπει να σημειώσουμε εδώ και την αξία του ως πρόεδρος του χωριού, το μεράκι που έδειξε και την αγάπη του για τον τόπο του.
1η Γενάρη του ’83 πεθαίνει η γυναίκα του γεγονός που καταβάλει τον ποιητή και φυσικά τον ‘’εμπνέει’’ για έναν νέο κύκλο ποιημάτων αφιερωμένα στην γυναίκα του. Η ποιητική συλλογή ‘’ Πύλη του ρόδου’’ είναι αφιερωμένη σ’ εκείνην.
‘’ Σε γυρεύω και στην πιο ανεπαίσθητη κίνηση
του ελαχίστου εντόμου, όταν τα μεσημέρια  οι ώρες ριγούν και γυρεύουν.
Οι ξεροί πόροι του πόνου, έλεος. Σε γυρεύω σε όλο το σπίτι μη αλλάζοντας τίποτα μη σκουπίζοντας τίποτα μη και χαθούν τα μικρά σου τίποτα που ήταν η ζωή μου.’’
Το 1992 παντρεύεται με πολιτικό γάμο στην κοινότητα Γενναδίου την Κατερίνα Τσαγκαράκη η οποία φαίνεται να έχει κι εκείνη τη δική της ξεχωριστή θέση στους στίχους του Παντελή Ευθυμίου.
Την εποχή εκείνη ο ποιητής συνθέτει τις συλλογές ‘’ Χαι Κάι’’ και ‘’ Χάι Κου’’ οι οποίες είναι επηρεασμένες από την ποίηση της Άπω Ανατολής, γεγονός που δηλώνει πως ο Παντελής Ευθυμίου ήταν λάτρεις και βαθύτατος ερευνητής της ποίησης.
Το 1992 εκδίδει την τελευταία του συλλογή  με τον αισιόδοξο τίτλο ‘’ Ελπίδα, ένα το κρατούμενο’’.

1996- Η πορεια προς το τελος

31 Μαρτίου: Τιμήθηκε από το συμβούλιο 5ης εδαφικής επικράτειας Ρόδου.
13 Μαΐου: Εισάγεται αρχικά στο νοσοκομείο Ρόδου για 10 μέρες, όμως πρέπει να μεταφερθεί στην Αθήνα για συμπληρωματικές εξετάσεις.
17 Μαίου: Του απονέμεται η τιμητική σύνταξη των λογοτεχνών την οποία όμως δεν πρόλαβε να εισπράξει.
1 Ιουνίου: Εισάγεται στον Ερυθρό σταυρό Αθήνας, με καρκίνο του παγκρέατος και 1 μήνα αργότερα επιστρέφει στη Ρόδο.
Αύγουστος: Ο ποιητής τιμάται εσπευσμένα και χωρίς καμία προετοιμασία από τον δήμο Ρόδου με το Χρυσό Μετάλλιο της πόλης.
8 Σεπτεμβρίου ο ποιητής Παντελής Ευθυμίου αφήνει την τελευταία του πνοή και ενταφιάζεται στην γενέτειρα του στο Γεννάδι, που αγάπησε τόσο πολύ.  
Στον τάφο του επιγραφή με δικό του ποίημα:
‘’ Δεν έχω γη, δεν έχω δέντρο.
Σ’ όποια σπηλιά σελίδας βρείτε ίσκιο ν’ αναπαυθείτε,
   ανάψτε το καντήλι της ελπίδας
μνήμη του τάδε που άλλη κίνηση δεν είχε η ζωή του
από το να μαστορεύει σκαλωσιές
για τις κορφές των υακίνθων’’  

Παντελης Ευθυμιου. Ο εραστης της φυσης, του νησιου του και της Ελλαδας.

‘’ Είμαι Έλληνας, η δρόσο της αυγής με ροβολά
Δημοτικό τραγούδι μες τους κάμπους’’
-----------------------
Σχέση λατρείας με την ροδίτικη γη:
‘’ Πέτρες κι αγκάθια και θυμάρια, φόρεμα.
Λιποταχτώ από τις στέγες κι έχω να ζήσω
 αγκαθιών φωτιές, φιλιά της πέτρας
 αγκάλες θυμαριών.’’
-----------------------
‘’ Καθαρόαιμη κόρη του Ήλιου, η πατρίδα μου’’
--------------------------
‘’ Ω, φως Ελληνικό,
   με ρόδων βαλονίσματα ξυπνάει τα’ όνειρα’’

Μερικα ποιηματα του

Αγάπες

Την καρδιά μας νεκρή
η αγάπη ανασταίνει
όπως το σκληρό καρπό
το νερό προβλασταίνει.
Ανέραστη γενιά, ευτυχώς, δεν εφάνη
Κι αν της κόψαν τα πόδια
τα βήματα της στον χρόνο φυτρώνουν
και καρπίζουνε ρόδια.
- Τεντωνόταν το χώμα
κι όλο ανθίζαν αυγές στο σκοτάδι.
Ψυχοσυνοδός στο τραγούδι
της ελπίδας το ρόδο, γλυκάδι.
Και το χώμα περίσσευε
Για όσες ρίζες, όσες αγάπες
‘’ κι όσους νεκρούς ανασταίνονταν
Ήταν σαν να’ πες’’.
Και λοιπόν πες μου αλήθεια
που μείναμε;
Α! ναι
Στους καιρούς
που οι βάρκες ψάρευαν στις θάλασσες
άστρα χρυσά
κι ουρανούς.

Μοναξιά 

Νιότης ταξίδι
με φτερά φθινοπώρου
μοναξιάς ρίγος.
Πετεινός βουβός
πικρό χάραμα μέρας
η αυγή πενθεί.

Καλημέρα

Καλημέρα γης
ποτηράκια τα φύλλα
γιομίσανε φως
Καλημέρα φως
Της αυγής γλυκό νέκταρ
Χρυσέ ηλίανθε
Φως καλημέρα
Μουδιασμένο το σώμα
γελά στο σπασμό.

Καποια αποφθεγματα του

- Μέτρον άριστον, μόνο στην αγάπη δεν ταιριάζει.
- Σέρνω μαζί μου τους νεκρούς των πολέμων πεθαίνοντας μια φορά για τον καθένα…
- Πώς να σ’ αποβάλλω δάκρυ που ο πόνος αψύς και δεν κλαίει κι η ψυχή πλανεμένη, σκαλίζει τα χώματα.
- Απ’ το θυμάρι σου τριγύρω χόρεψα τον αδασκάλευτο χορό των μελισσών.
- Μέτρησα τη γη στο κρασί της αγάπης. Τέσσερις στάλες.
- Ανέβαινε στα καπούλια της Τέχνης να πάρεις ύψος.
- Που να απλώσω να στεγνώσει των δακρύων το βλέμμα;

Επιλογος

Κύρια πηγή του πονήματος αυτού είναι το ιστορικό περιοδικό ‘’ Ροδιακά γράμματα’’. Ευχαριστούμε τους ανθρώπους που συνεργάστηκαν μαζί μας και μας βοήθησαν ώστε να πραγματοποιήσουμε την συγκεκριμένη βιογραφία. 
Εμείς απλά ακολουθήσαμε την φωνή του ίδιου του ποιητή
 ‘’ … ανάψτε το καντήλι της ελπίδας
μνήμη του τάδε που άλλη κίνηση δεν είχε η ζωή του
από το να μαστορεύει σκαλωσιές
για τις κορφές των υακίνθων’’ 
Ανάψαμε απλά το καντήλι της μνήμης σε έναν άνθρωπο που μαστόρευε σκαλωσιές για τις κορφές των υακίνθων.
Ως σελίδα είμαστε στη διάθεση όποιου θέλει να φτιάξει μια βιογραφία κάποιου λογοτέχνη που ενδεχομένως να γνωρίζει ο ίδιος.
Η προσπάθεια μας αυτή δεν τελειώνει εδώ, με τη βοήθεια εκείνων που θέλουν να κάνουν έρευνα εμείς θα είμαστε σε θέση να δημοσιεύσουμε λογοτέχνες που αξίζουν να γίνουν γνωστοί σε όλον τον κόσμο.

 
 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More