Γκιζάνι: Το ψάρι που ζει μόνο στα γλυκά νερά της Ρόδου, ας το έχουμε στον νου μας. Είναι είδος προς εξαφάνιση.


Το Ladigesocypris ghigii (Pisces, Cyprinidae), κοινώς γκιζάνι, είναι ένα ψάρι μικρού μεγέθους που ζει αποκλειστικά στα γλυκά νερά της Ρόδου. Πήρε το κοινό, αλλά και το επιστημονικό - γλωσσοδέτη - όνομά του, από τον Ιταλό καθηγητή Alessandro Ghigi που το πρωτοσυνέλλεξε στο νησί στις αρχές του 1900.


Είναι ένας μικρός πρωταθλητής της επιβίωσης, γιατί καταφέρνει να ζει στο εξαιρετικά ασταθές περιβάλλον των ρεμάτων του νησιού, που το χειμώνα μπορεί να πλημμυρίσουν, ενώ το καλοκαίρι ξεραίνονται στο μεγαλύτερο μέρος τους.
Γι' αυτό, ο κύκλος ζωής του είναι σύντομος (ζει συνήθως στη φύση έως και τρία χρόνια), τρώει ένα ευρύτατο φάσμα τροφών και αναπαράγεται την άνοιξη και το καλοκαίρι σε μεγάλους αριθμούς.
Θεωρείται ένα από τα πιο απειλούμενα με εξαφάνιση είδη ψαριών των γλυκών νερών στην Ευρώπη, δεδομένου ότι τα τελευταία χρόνια ένας από τους πληθυσμούς του έχει ήδη εξαφανιστεί (στη λίμνη των Νάνων), ενώ αυτοί που απομένουν εμφανίζουν τάσεις συνεχούς περιορισμού.
Το γκιζάνι προστατεύεται τόσο από την Ευρωπαϊκή, όσο και από την Ελληνική Νομοθεσία. Συμπεριλαμβάνεται στο Παράρτημα ΙΙ της Κοινοτικής Οδηγίας για την Προστασία των Βιοτόπων (92/43/EEC), ως είδος προτεραιότητας, καθώς και στο Κόκκινο Βιβλίο Απειλούμενων Ειδών της Ελλάδας. Επίσης προστατεύεται από την Ελληνική Νομοθεσία με το Προεδρικό Διάταγμα 67/1981.

Έρευνα πεδίου
Στα πλαίσια του έργου Life-Φύση για το γκιζάνι, πραγματοποιήθηκε έρευνα με σκοπό τον καθορισμό της γεωγραφικής κατανομής του είδους, της κατάστασης των διαφόρων πληθυσμών και των βιοτόπων τους, τον προσδιορισμό των απειλών στην επιβίωση των γκιζανιών και τη συλλογή δειγμάτων ψαριών για τη μελέτη της βιολογίας και της γενετικής τους σύστασης.
Για τις ανάγκες της έρευνας, πραγματοποιήθηκε μια σειρά 14 μηνιαίων δειγματοληπτικών ταξιδιών (μεταξύ Φεβρουαρίου 1999 και Μαρτίου 2000), στη λίμνη και τα ρέματα της Απολακκιάς και στα ρέματα Λουτάνη και Γαδουρά. Επιπρόσθετες δειγματοληψίες πραγματοποιήθηκαν σε άλλα υδάτινα συστήματα κυρίως για την καταγραφή της παρουσίας ή της απουσίας σε αυτά πληθυσμών γκιζανιού.
Κατά τη διάρκεια των δειγματοληψιών έγιναν τα εξής:
1. Προσδιορισμός των γεωγραφικών συντεταγμένων της κάθε τοποθεσίας με GPS.
2. Μετρήσεις των κύριων αβιοτικών παραμέτρων του νερού (δηλαδή της θερμοκρασίας, του διαλυμένου στο νερό οξυγόνου, της αγωγιμότητας και της αλατότητας), με ένα φορητό πολύμετρο Horiba. Στη συνέχεια, από κάθε τοποθεσία, δείγματα νερού του ενός λίτρου μεταφέρονταν στο εργαστήριο του Ινστιτούτου Εσωτερικών Υδάτων του ΕΚΘΕ για περαιτέρω χημικές αναλύσεις.
3. Συλλογή νεαρών και ενήλικων ψαριών με φορητή συσκευή ηλεκτραλιείας. Με τη μέθοδο αυτή τα ψάρια δεν θανατώνονται, αλλά απλώς ναρκώνονται παροδικά, συλλέγονται με απόχες και μεταφέρονται σε μια μικρή φορητή δεξαμενή. Στη συνέχεια, αφού μετρηθεί επί τόπου το μήκος και το βάρος τους, απελευθερώνονται ξανά στο ρέμα.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, που το νερό είχε μεγάλο όγκο, για να γίνει συλλογή των ψαριών με ηλεκτραλιεία, τα γκιζάνια ψαρεύτηκαν με δίχτυα γόνου.
Σε κάθε δειγματοληψία, ένα πολύ μικρό δείγμα ψαριών μεταφερόταν στο εργαστήριο για να γίνουν εκεί περαιτέρω αναλύσεις (μορφομετρίας, διατροφής, αναπαραγωγής, κλπ).
Στο πεδίο έγινε επίσης και η τεχνητή αναπαραγωγή του γκιζανιού.



Βιολογία

Το γκιζάνι είναι ένα μικρό κυπρινοειδές. Το μέγιστο μήκος του φθάνει τα 10-12 εκατοστά, αλλά στη φύση συχνότερα βρίσκουμε γκιζάνια μήκους 3-5 εκατοστών. Το βάρος του είναι της τάξης των μερικών γραμμαρίων. Το χρώμα του είναι γκρι-ασημί, σκούρο στην πλάτη και ανοιχτό στην κοιλιά.
Ζει στη φύση κατά μέσο όρο τρία χρόνια. Είναι παμφάγο και τρέφεται με φύκη, υδρόβια ασπόνδυλα και λάρβες εντόμων.

Το γκιζάνι έχει εξαιρετικά μεγάλη αντοχή τόσο στις χαμηλές χειμωνιάτικες θερμοκρασίες του νερού (περίπου 10 °C), όσο και στις υψηλές του καλοκαιριού (περίπου 30 °C). Προτιμά νερό με μικρή ροή και συνηθίζει να κρύβεται στις όχθες, κάτω από τις ρίζες των υδρόβιων και παρόχθιων φυτών ή ανάμεσα στα φύκη και τα βράχια.

Αναπαράγεται τμηματικά την άνοιξη και στις αρχές του καλοκαιριού. Η διάρκεια της αναπαραγωγικής του περιόδου διαφέρει ανάλογα με το υδάτινο σύστημα, καθώς επίσης και από χρονιά σε χρονιά. Συνήθως στα συστήματα με λίγο νερό (π.χ. ρέματα Απολακκιάς), καθώς και στα υπόλοιπα κατά τις ξηρές χρονιές, η αναπαραγωγική του περίοδος παρατείνεται έως και το τέλος του καλοκαιριού.
 




Γενετική σύσταση
Έως σήμερα έχει μελετηθεί η γενετική σύσταση των πληθυσμών του γκιζανιού από τα ρέματα της Απολακκιάς, του Λουτάνη, του Γαδουρά, του Αργυρού, του Κρεμαστινού, του Κόνταρη (περιοχή Σαψιού), και του Χα, καθώς και του πληθυσμού που ζει στην υδατοδεξαμενή της Αγίας Ελεούσας. Έγιναν γενετικές αναλύσεις του ολικού και μιτοχονδριακού DNA (mtDNA) με τις μεθόδους RAPD και RFLP-PCR, αντίστοιχα.
Η ανάλυση των αποτελεσμάτων και με τις δύο μεθόδους έδειξε ότι υπάρχει μια εξαιρετικά χαμηλή γενετική ενδο-πληθυσμιακή ποικιλομορφία και μια πολύ μεγαλύτερη δια-πληθυσμιακή γενετική διαφοροποίηση, με καθήλωση διαφορετικών αλληλόμορφων του πυρηνικού DNA και απλότυπων του mtDNA σε όλους τους πληθυσμούς. Η καθήλωση αυτή προϋποθέτει πλήρη γενετική απομόνωση των πληθυσμών με απουσία γονιδιακής ροής μέσω εμπλουτισμών ή/και πρόσφατα φαινόμενα στενωπού (απότομη μαζική μείωση του μεγέθους των πληθυσμών) που αυξάνουν το βαθμό της αιμομειξίας και οδηγούν σε πλήρη απώλεια ορισμένων γενότυπων ή απλότυπων και στην καθήλωση ορισμένων άλλων. Η μείωση της γενετικής ποικιλομορφίας ενός πληθυσμού συνιστά από μόνη της σοβαρή απειλή για τον πληθυσμό αυτό, καθώς μειώνει ταυτόχρονα και τη δυνατότητά του να αντεπεξέλθει σε τυχόν δυσμενείς περιβαλλοντικές αλλαγές.
Η μέθοδος RAPD έδωσε πολλούς διαγνωστικούς δείκτες (αλληλόμορφα γονίδια απόντα από όλα τα άτομα ενός πληθυσμού και παρόντα σε όλα τα άτομα ενός άλλου), οι οποίοι με τους κατάλληλους συνδυασμούς μπορούν να ταυτοποιήσουν πλήρως έναν πληθυσμό.
Σύμφωνα με όλα τα δεδομένα, οι πληθυσμοί της Απολακκιάς και της Αγίας Ελεούσας είναι οι περισσότερο γενετικά διαφοροποιημένοι σε σχέση με τους υπόλοιπους, ακολουθούμενοι από τον πληθυσμό του Λουτάνη. Οι πληθυσμοί της Απολακκιάς και της Ελεούσας πρέπει να έχουν περάσει μια μακρά περίοδο απομόνωσης, με έλλειψη ροής γονιδίων και (σημαντικών τουλάχιστον) δράσεων εμπλουτισμού από άλλους πληθυσμούς.
Οι γενετικές αναλύσεις αποδεικνύουν ότι τα ψάρια της Αγίας Ελεούσας δεν μεταφέρθηκαν εκεί από το ρέμα Λουτάνη (όπως ανέφεραν παλαιότερες μελέτες), αλλά από ένα τοπικό ρέμα που σήμερα είναι σχεδόν ξερό, εκτός από ένα μικρό κομμάτι του που τροφοδοτείται από την υπερχείλιση της υδατοδεξαμενής. Το ρέμα της Ελεούσας συνδεόταν στο παρελθόν με το ρέμα Πλατύ που βρίσκεται στη δυτική πλευρά του νησιού. Ο Πλατύς είναι το μόνο ρέμα στο οποίο δεν βρέθηκαν καθόλου γκιζάνια. Ο πληθυσμός της Ελεούσας πρέπει να αποτελεί το μοναδικό τμήμα που απέμεινε (σε ένα ημι-φυσικό περιβάλλον) από ένα φυσικό πληθυσμό που ζούσε παλαιότερα στο σύστημα του ρέματος Πλατύ και σήμερα έχει εξαφανιστεί. Κατά συνέπεια και ο πληθυσμός της Ελεούσας πρέπει να αντιμετωπιστεί ξεχωριστά, όσον αφορά τη διαχείριση και την προστασία του, και να αποφευχθεί κάθε δράση εμπλουτισμού του από οποιονδήποτε άλλον πληθυσμό του νησιού.
Οι πληθυσμοί του Αργυρού και του Κρεμαστινού είναι πανομοιότυποι σε επίπεδο μιτοχονδριακού DNA (έχοντας τον ίδιο μοναδικό απλότυπο) και αρκετά όμοιοι σε επίπεδο πυρηνικού DNA. Οι πληθυσμοί του Χα και του Κόνταρη δείχνουν να είναι αρκετά όμοιοι ως προς το μιτοχονδριακό, αλλά να διαφέρουν ως προς το πυρηνικό DNA.
Δεδομένης της γεωγραφικής κατανομής και των πληροφοριών από την παρούσα γενετική μελέτη, αρκετοί από τους πληθυσμούς ίσως βρίσκονται σε ανεξάρτητη εξελικτική πορεία και έτσι η διαχείριση και η διατήρησή τους θα πρέπει να είναι εστιασμένη και ξεχωριστή για τον καθέναν.



Κύριες απειλές
Το γκιζάνι απειλείται από την επεκτεινόμενη τα τελευταία χρόνια περιβαλλοντική υποβάθμιση, η οποία οφείλεται στο συνδυασμό φυσικών και ανθρωπογενών παραγόντων.
Πιο συγκεκριμένα, η κυριότερη απειλή για το γκιζάνι είναι η έλλειψη νερού που οφείλεται στο συνδυασμό της ξηρασίας και της υπεράντλησης νερού κατά την καλοκαιρινή περίοδο.
Η ξηρασία είναι αποτέλεσμα του ξηρού κλίματος με τις περιορισμένες βροχοπτώσεις. Ακόμη όμως και όταν βρέχει, οι απότομες πλαγιές των βουνών προκαλούν έντονη ροή του επιφανειακού νερού με αποτέλεσμα ο εμπλουτισμός των υπόγειων νερών να είναι περιορισμένος. Επιπρόσθετα, επειδή μεγάλο μέρος των δασών της Ρόδου έχει καταστραφεί στο παρελθόν από πυρκαγιές, έχει αυξηθεί κατά πολύ η διάβρωση των εδαφών, μειώνοντας έτσι τη φυσική δυνατότητα συγκράτησης του νερού για τον εμπλουτισμό του υπόγειου υδροφορέα.
Τα τελευταία χρόνια σημαντική υποβάθμιση των εσωτερικών νερών του νησιού και συνεπώς των βιοτόπων του γκιζανιού έχει προκληθεί από ανθρωπογενείς παρεμβάσεις. Η έντονη τουριστική ανάπτυξη αύξησε κατακόρυφα την κατανάλωση νερού στο νησί (το νησί δέχθηκε 230.000 τουρίστες το 1970 και περισσότερους από 1.000.000 το 1990). Σε μεγάλο επίσης βαθμό αυξήθηκε και η οικιακή κατανάλωση νερού (70 λίτρα την ημέρα το 1970 και περισσότερα από 150 λίτρα την ημέρα το 1994). Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με το νερό που χρησιμοποιείται για αρδευτικούς σκοπούς (συχνά ανεξέλεγκτα), συντελούν στην υπεράντληση των υδάτινων πόρων και στην εποχιακή αποξήρανση του μεγαλύτερου μέρους των υδάτινων συστημάτων του νησιού.
 
Οι βιότοποι του γκιζανιού απειλούνται επίσης από τα σκουπίδια και τα μπάζα που ρίχνονται στις όχθες και αλλοιώνουν τη φυσική ροή του νερού, αλλά και από την εκσκαφή της κοίτης των ρεμάτων για τη συλλογή αμμοχάλικου. Στα περισσότερα ρέματα του νησιού δεν υφίσταται ιδιαίτερη ρύπανση, καθώς οι παρόχθιες καλλιέργειες είναι περιορισμένες και τα οικιακά απόβλητα των παρακείμενων χωριών διοχετεύονται σε απορροφητικούς βόθρους.
 
Ως αποτέλεσμα του κλίματος, της γεωμορφολογίας και των ανθρωπογενών επιδράσεων, κατά τη διάρκεια των βροχερών χειμώνων τα ρέματα του νησιού συχνά μεταβάλλονται σε ορμητικούς χειμάρρους, ενώ κατά τη διάρκεια των παρατεταμένων ξηρών καλοκαιριών διατηρούν νερό μόνο σε λίγα σημεία της κοίτης τους.
Ουσιαστικά, στην περίπτωση του γκιζανιού, το μέγεθος του κάθε πληθυσμού του καθορίζεται από την ποσότητα νερού που είναι διαθέσιμη σε κάθε χρονική στιγμή στο κάθε ρέμα του νησιού. Το μέγεθος των πληθυσμών μειώνεται δραστικά κατά την ξηρή περίοδο του έτους. Τα άτομα που επιβιώνουν αναπαράγονται μαζικά την επόμενη άνοιξη και έτσι συνήθως ο πληθυσμός αποκαθίσταται αριθμητικά στις αρχές του καλοκαιριού. Όμως, οι μαζικοί θάνατοι ψαριών το καλοκαίρι οδηγούν σε δραστική εποχιακή μείωση του μεγέθους των πληθυσμών, γεγονός που έχει ως συνέπεια την ελάττωση της γενετικής ποικιλομορφίας τους.
Η ελάττωση της γενετικής ποικιλομορφίας αποτελεί σημαντική απειλή για έναν πληθυσμό, καθώς μπορεί να τον οδηγήσει σε γενετική κατάρρευση και πλήρη εξαφάνιση.



Μέτρα προστασίας
Απαραίτητες προϋποθέσεις για την προστασία του γκιζανιού είναι:

Να μάθουμε την ιστορία της ζωής του και να κατανοήσουμε την αξία του και το γεγονός ότι αποτελεί μοναδική βιολογική μας κληρονομιά που οφείλουμε να προστατέψουμε.
Να διαχειριστούμε ορθολογικά τους υδάτινους πόρους, φροντίζοντας να υπάρχει αρκετό νερό για την επιβίωση των γκιζανιών στα ρέματα ακόμη και κατά τις πιο ξηρές χρονιές.
Να προστατέψουμε τα δάση από τις φωτιές, γιατί τα δέντρα προστατεύουν το έδαφος από τη διάβρωση και συγκρατούν το νερό της βροχής, βοηθώντας στον εμπλουτισμό των υπόγειων νερών.
Να μη ρυπαίνουμε και να μην καταστρέφουμε τα ρέματα που είναι ο βιότοπος του σπάνιου αυτού ψαριού.
Να δημιουργήσουμε στις όχθες των ρεμάτων καταφύγια για να διασφαλίσουμε την επιβίωση όσο το δυνατόν περισσότερων ψαριών κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.
Και πάνω από όλα, να κάνουμε, όσο μπορούμε, οικονομία νερού στην οικιακή καθημερινή μας κατανάλωση.


http://www.life-gizani.gr/pages/gr/gizani/prostasia.htm







  
Συλλογή γκιζανιών με φορητή συσκευή ηλεκτραλιείας.


Τα ψάρια τοποθετούνται σε μικρή δεξαμενή, για να μετρηθεί στη συνέχεια το μήκος και το βάρος τους.


Τα ψάρια μετρώνται στο πεδίο


Μέτρηση αβιοτικών παραμέτρων του νερού με φορητό πολύμετρο Horib


  
Συλλογή γκιζανιών με δίχτυ γόνου.

Γεωγραφική κατανομή

Το γκιζάνι κατοικεί στα περισσότερα ρέματα, πηγές και υδατοδεξαμενές της Ρόδου.
Πληθυσμοί του γκιζανιού είχαν καταγραφεί στα ρέματα ΛουτάνηΓαδουρά και Αργυρού, στην περιοχή της Ψίνθου (σύστημα Πελέμονη), μέσα σε μια τεχνητή υδατοδεξαμενή στηνΑγία Ελεούσα, στην περιοχή του Ασκληπιείου (ρέμα Κόνταρης), στη λίμνη των Νάνων, καθώς και στα ρέματα και την τεχνητή λίμνη της Απολακκιάς.
Νέα στοιχεία που συλλέχθηκαν (κατά τη διάρκεια δειγματοληπτικών ταξιδιών που πραγματοποιήθηκαν στα πλαίσια του έργου Life-Φύση για το γκιζάνι), κατέδειξαν την εξαφάνισητου ψαριού στη λίμνη των Νάνων και την απουσία του στην τεχνητή λίμνη της Απολακκιάς και στα ρέματα Πλατύ και Ασκληπειό.
Το γκιζάνι βρέθηκε σε όλα τα υπόλοιπα υδάτινα συστήματα που προαναφέρθηκαν. Επιπλέονανακαλύφθηκαν πληθυσμοί που δεν είχαν καταγραφεί στο παρελθόν στα ρέματα ΧαΜάκαρη,Λάρδου και σε δυο μικρές τεχνητές υδατοδεξαμενές στην περιοχή Άτσακα (ανατολική πλευρά του νησιού), καθώς και στα ρέματα Κρεμαστινού και Παραδεισιώτη (δυτική πλευρά).












3 σχόλια:

Αναλυτικότατο το άρθρο.
Μπράβο.

Ωραίο άρθρο αλλά λείπουν οι εικόνες. Υπάρχει περίπτωση να τις επαναφέρετε? Εϊναι κρίμα να χαθεί μια τέτοια πληροφορία.

Δημοσίευση σχολίου

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More